- ἔφραξαν
- φράσσωfence inaor ind act 3rd plφράζωpoint outaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
FOVEIS maxime Leones capi — Plin. docet l. 8. c. 16. quo respicit Ezech. c. 19. v. 2. ubi Iosiae filios et successores Ioachazum et Ioachimum, Propheta eleganti allegoriâ conferr cum leunculis, qui cum praedari et rapto vivere iam inciperent, in venatorum foveas et casses… … Hofmann J. Lexicon universale
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
φράζω — (I) και δωρ. τ. φράσδω και κρητ. τ. φράδδω και στους Ταραντίνους φράσσω Α 1. δείχνω, υποδεικνύω («ἐς χῶρον ὅν φράσε Κίρκη», Ομ. Οδ.) 2. φανερώνω, εκφράζομαι («ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ», Πίνδ.) 3. εξηγώ, διευκρινίζω («φράσον, ἅπερ γ ἔλεξας», Σοφ … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
Παίδες Επτά εν Εφέσω — Mε αυτή την ονομασία αναφέρονται 7 άγιοι της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, οι Αντωνίνος, Διονύσιος, Εξακουστοδιανός, Ιάμβλιχος, Κωνσταντίνος, Μαξιμιλιανός και Μαρτινιανός. Kατέφυγαν, στα χρόνια του αυτοκράτορα Δέκιου, στη σπηλιά ενός βουνού, αλλά οι … Dictionary of Greek
Πέλλας, νομός — Διοικητική διαίρεση της περιφέρειας Kεντρικής Μακεδονίας, στο βορειοδυτικό τμήμα της, που συνορεύει στα Β με τα Σκόπια, στα Α με τους νoμούς Κιλκίς και Θεσσαλονίκης, στα Ν με τους νομούς Ημαθίας και Κοζάνης και στα Δ με τον νομό Φλώρινας. Έχει… … Dictionary of Greek
Τάνα — Λίμνη της βορειοδυτικής Αιθιοπίας, που βρίσκεται σε υψόμ. 1.830 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας, στην καρδιά του Αιθιοπικού υψιπέδου, μεταξύ Αμάρα και Γκοτζιάμ, και καταλαμβάνει τον βυθό μιας εκτεταμένης πεδινής λεκάνης, την οποία έφραξαν στα Ν … Dictionary of Greek
φράζω — έφραξα, φράχτηκα, φραγμένος 1. μτβ., κατασκευάζω φραγμό, περιφράζω, προστατεύω με φράχτη: Φράζω το περιβόλι. 2. αποκλείω πέρασμα, αποφράζω, κλείνω: Οι κορμοί δέντρων έφραξαν το δρόμο. 3. κλείνω στόμιο, βουλώνω, στουμπώνω: Να φράξεις με τάπα το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)